- χουσίτης
- ο, Νσυν. στον πληθ. οι χουσίτεςοι οπαδοί τού Τσέχου θρησκευτικού και κοινωνικού μεταρρυθμιστή τού 15ου αιώνα Ίαν Χους.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hussite < νεολατ. hussita < Ian Huss].
Dictionary of Greek. 2013.